-
1 δικαστήριον
δῐκαστ-ήριον, τό,A court of justice,δ. συνάγειν Hdt.6.85
; ;ὑπὸ δ. ὑπαχθείς Hdt.6.72
, cf. 104;εἰς δ. ἄγεσθαι Pl.Phdr. 273b
;ἀναβὰς ἐς τὸ δ. Antipho 6.21
;παραδιδόναι τῷ δ. And.1.17
;ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is.1.1
;ἐπὶ τοῦ δ. Id.5.29
;πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54
; in Egypt, office of the governor, PLips.64.24 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαστήριον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский